Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

Δομές υποστήριξης εκπαιδευτικού έργου: ευκαιρία ή στοίχημα;



Το νομοσσχέδιο για τις δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου βρίσκεται σε συζήτηση στη Βουλή.
Η επί δεκαετίες κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική αντιμετώπιζε τα σχολεία ως αποδέκτες της και τους εκπαιδευτικούς ως υλοποιητές της. Αυτό που αναμενόταν ήταν η ανταπόκριση των εκπαιδευτικών στις αλλαγές που κεντρικά καθορίζονταν για το σχολείο (το «νέο σχολείο», το «κοινωνικό σχολείο» κ.λπ.) και σε εγκύκλιους που αποστέλλονταν κάθε φορά. Η επιλογή αυτή δημιούργησε μια εκπαιδευτική κοινότητα που ασφυκτιούσε υπό την πίεση υλοποίησης των κεντρικών επιταγών.
Μια εκπαιδευτική κοινότητα που δεν είχε τα περιθώρια για τη λήψη τοπικά πλαισιωμένων αποφάσεων, προσαρμοσμένων στις ιδιαιτερότητες του σχολείου και στις ανάγκες των μαθητών και μαθητριών της.
Παράλληλα, τα καθημερινά ζητήματα στα σχολεία, όπως η προσπάθεια επίτευξης της ευημερίας όλων των μαθητών και μαθητριών, οι δυσκολίες στην εξασφάλιση μιας κοινωνικά δίκαιης εκπαίδευσης για όλους και όλες, οι σχέσεις και το κλίμα επικοινωνίας στο σχολείο αλλά και με τους γονείς και την τοπική κοινωνία, παρέμεναν πολλές φορές ανέγγιχτα.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, το υπό συζήτηση νομοσχέδιο ενισχύει και δίνει περιθώρια στα σχολεία για τη διαμόρφωση ενός πλαισιωμένου εκπαιδευτικού σχεδιασμού, ενταγμένου σε ένα κοινό όραμα για μια δημοκρατική, κοινωνικά δίκαιη και ολόπλευρη εκπαίδευση.
Ο προγραμματισμός του εκπαιδευτικού έργου από τον σύλλογο διδασκόντων, βάσει των αναγκών του σχολείου, ο συλλογικός προσδιορισμός των προτεραιοτήτων και ο καθορισμός ενός σχεδίου δράσης, που συνεχώς θα αποτιμάται από τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας, αποτελούν εχέγγυα μιας στρατηγικής που μπορεί να λειτουργήσει βελτιωτικά για το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο προγραμματισμός και η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου δεν σχετίζονται με την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών, αλλά έχουν στόχο τη συλλογική και τεκμηριωμένη λήψη αποφάσεων με κύριους ωφελημένους τους μαθητές.
Μέχρι σήμερα ο τρόπος που υποστηρίζονταν οι εκπαιδευτικοί στο καθημερινό εκπαιδευτικό τους έργο από εξωτερικούς του σχολείου φορείς είχε δύο κύριες παραδοχές. Κατ’ αρχάς, ότι η επαγγελματική μάθηση και η βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου προκύπτουν είτε σε μια γενικευμένη (π.χ. επιμορφωτικές ημερίδες για όλους τους εκπαιδευτικούς) είτε σε μια ατομική βάση (συμβουλευτική ένας προς έναν).
Επιπλέον, ότι οι εκπαιδευτικοί αλλάζουν την πρακτική τους ακολουθώντας οδηγίες, συμβουλές ή προτάσεις. Και στις δύο περιπτώσεις το πρόβλημα είναι ότι η ανάγκη για βελτίωση δεν νοηματοδοτείται από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς μέσα από μια κριτική επίγνωση του έργου τους και των αναγκών της σχολικής κοινότητας.
Η κριτική αυτή επίγνωση προϋποθέτει τόσο τη διερεύνηση του σχολικού περιβάλλοντος και την τεκμηρίωση των αναγκών όσο και τις συλλογικές διαδικασίες συζήτησης και λήψης αποφάσεων.
Στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο ο σύλλογος διδασκόντων καθορίζει τις προτεραιότητες και το πλαίσιο δράσης του και αναζητά εστιασμένα την υποστήριξη που χρειάζεται. Η παραδοχή είναι ότι όταν ένας σύλλογος είναι ενεργοποιημένος και έτοιμος να δεχτεί υποστήριξη στα ζητήματα που τον απασχολούν, η βοήθεια που θα δεχτεί θα είναι πιο συγκεκριμένη και αποτελεσματική.
Η πρόταση για τις δομές υποστήριξης θέτει προκλήσεις για την εκπαιδευτική κοινότητα και για την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας.
Το στοίχημα για την εκπαιδευτική κοινότητα είναι αν θα αξιοποιήσει την ευκαιρία συνδιαμόρφωσης του πλαισίου της δράσης της με ενεργό και συλλογικό τρόπο.
Στοίχημα για την ίδια τη λειτουργία των δομών είναι ο προγραμματισμός του έργου τους βάσει των αναγκών των σχολείων, υπερβαίνοντας τις συνήθεις διακρίσεις ανάμεσα στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μια και υπάρχουν πολλά κοινά εκπαιδευτικά ζητήματα.
Στοίχημα για όσους αναλάβουν έργο στις δομές είναι η στενή συνεργασία μεταξύ τους και ο σχεδιασμός της υποστήριξης με βάση μια ολιστική και όχι μια υλοκεντρική προσέγγιση του εκπαιδευτικού έργου.
Στοίχημα για την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας είναι η ενίσχυση της αυτονομίας των σχολικών μονάδων προβλέποντας τις ενέργειες που προϋποτίθενται, όπως η αποφυγή ενός γραφειοκρατικού και τεχνοκρατικού μοντέλου προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, η θεσμική κατοχύρωση χρόνου για την πραγματοποίηση των συνεδριάσεων και των συλλογικών διαδικασιών κατά τη διάρκεια της χρονιάς, η έγκαιρη και συστηματική επιμόρφωση των διευθυντών και των εκπαιδευτικών αξιοποιώντας με ουσιαστικό τρόπο το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και το τελευταίο του Ιουνίου, η ενίσχυση των υποστηρικτικών υπηρεσιών που συμβάλλουν σε μια δημοκρατική και κοινωνικά δίκαιη εκπαίδευση.
Ο θετικός μετασχηματισμός που επιχειρείται προς μια συλλογική, συνεργατική και τεκμηριωμένη προσέγγιση της εκπαίδευσης είναι σημαντικό να συζητηθεί με αίσθημα ευθύνης από όλους.
*Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας