Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

Η επιλογή και ο ρόλος των Σχολικών Συμβούλων στο νέο θεσμικό πλαίσιο

Ελένη Μπούντα , Σχολική Σύμβουλος ΠΕ, μέλος  της ΠΡΩ.ΠΑΙΔΕΙ.Α.

"Ο θεσμός του Σχολικού Συμβούλου χρειάζεται αλλαγή, στη θέση αυτή πρέπει να επιλεγούν οι καλύτεροι, όχι μόνο σε ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά εκείνοι που διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά του παιδαγωγικού ηγέτη".

Σε σχέση με την επιλογή των στελεχών στη διεθνή βιβλιογραφία καταγράφεται η ανάγκη «ανάπτυξης προτύπων» που θα καθορίζουν τι πρέπει να γνωρίζουν και τι πρέπει να είναι ικανά να κάνουν τα στελέχη σε απόλυτη συνάρτηση με το συνολικό όραμα για το σχολείο και την κοινωνία. Αρκετές χώρες έχουν αναπτύξει τέτοια πρότυπα για να επικαιροποιήσουν τα περιγράμματα εργασίας, τις διαδικασίες επιλογής, την προπαρασκευαστική κατάρτιση, την συνεχόμενη επαγγελματική ανάπτυξη, τη στήριξη και την αποτίμηση του ρόλου.
Όσα περιλαμβάνονται στην πρόταση για τις νέες Δομές υποστήριξης του Εκπαιδευτικού Έργου απέχουν πολύ από το συγκροτούν μια επεξεργασμένη πρόταση στην κατεύθυνση που περιγράφηκε παραπάνω. Ως συστατικά στοιχεία της πρότασης για την επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης αναφέρονται: «α) η σύνδεση των κριτηρίων της επιλογής στελεχών με το έργο για το οποίο προορίζονται, β) ο διαμορφωτικός ρόλος της αξιολόγησης αυτών κατά τη διάρκεια της θητείας τους και κατά το στάδιο της επιλογής τους (;;;) και γ) η διασφάλιση της διαρκούς ανατροφοδότησης των στελεχών στην εκπαιδευτική πράξη με την καθιέρωση ανώτατου ορίου δύο συνεχών θητειών στην ίδια θέση στελέχους».
Θα σταθώ στο τελευταίο, τη θεσμοθέτηση της «αμειψισποράς» στη διοίκηση, που σχετίζεται με μια αντίληψη που έχει καλλιεργηθεί ότι οι υπηρετούντες σε θέση στελεχών –ιδιαίτερα σε θέσεις Σχολικών Συμβούλων- έχουν χάσει την επαφή τους με την εκπαιδευτική πράξη, με τη σχολική τάξη και τη ζωή του σχολείου. Σαφώς πρόκειται για στρεβλή αντίληψη που καμιά σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα, δεδομένου ότι ειδικά οι Σχολικοί Σύμβουλοι, είναι σχεδόν καθημερινά σε τάξη συμβάλλοντας μάλιστα στην αντιμετώπιση των πιο δύσκολων διδακτικών και παιδαγωγικών θεμάτων, αλλά και συχνότατα διδάσκουν τόσο στην τάξη, όσο και στο πλαίσιο επιμορφώσεων. Θα άξιζε, επίσης, να αναδειχθούν οι συχνές παρεμβάσεις των Σχολικών Συμβούλων (είναι καταγεγραμμένες στα ημερολόγια των σχολικών συμβούλων και των σχολείων) σε όλο το πλαίσιο λειτουργίας του σχολείου, οι οποίες απορροφούν σοβαρές εντάσεις και προβλήματα και αφορούν κυρίως τις σχέσεις ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς, το Σύλλογο Διδασκόντων, τις σχέσεις σχολείου και γονέων, ακόμα και τις σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και γενικά τα καθημερινά προβλήματα ενός ζωντανού οργανισμού. Οι παρεμβάσεις αυτές, αφενός απορροφούν ένα μεγάλο όγκο προβλημάτων και δεν «φτάνουν» σε άλλα επίπεδα (πχ Περιφερειακή Δ/νση, Υπουργείο, Εισαγγελέα Ανηλίκων, κλπ.), και αφετέρου επιφέρουν συναινετικές λύσεις, οι οποίες συμβάλουν στην ομαλή λειτουργία του σχολείου, καλλιεργούν το  συνεργατικό παιδαγωγικό κλίμα, και ενδυναμώνουν τον κοινωνικό ρόλο του σχολείου.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω είναι τουλάχιστον περίεργο και δημιουργεί προβληματισμούς το γεγονός ότι σε προηγούμενες επιλογές διευθυντών σχολείων μοριοδοτήθηκε ως διδακτική ή εκπαιδευτική υπηρεσία σε ΚΕΔΔΥ, ενώ από ότι φαίνεται δεν θα μοριοδοτηθεί ως διδακτική ή εκπαιδευτική υπηρεσία σε θέση σχολικού συμβούλου. Αφετέρου, πρόκειται για «λάθος» ερώτημα σε σχέση με το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι η επιλογή ικανών στελεχών και σε όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα η ικανότητα συνδέεται απολύτως και με την θετικά αξιολογημένη – και από κάτω προς τα πάνω- εμπειρία που έχουν αποκτήσει οι υποψήφιοι. Εκτός αν λάθος το έχουμε αντιληφθεί και το ζητούμενο είναι ο στοχευμένος αποκλεισμός των στελεχών με υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα (ας μην ξεχνάμε ότι η χώρα επένδυσε για την απόκτηση προσόντων) και εμπειρία, τους οποίους ιδεοληπτικά έχουμε χρεώσει στο «κατεστημένο».
Ως προς τις «πηγές μοριοδότησης» ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στην «ακαδημαϊκή και επαγγελματική πορεία χωρίς μονοδιάστατη βαρύτητα μίας περιοχής και ενός τύπου προσόντων». Η αναφορά αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κριτική σε πρακτικές του πρόσφατου παρελθόντος, όπου πρακτικά η διδακτική υπηρεσία αποτέλεσε το πιο καθοριστικό κριτήριο, τόσο εντός των κριτηρίων που αφορούν την εμπειρία, όσο και σε σχέση με τα επιστημονικά κριτήρια. Με αυτή την έννοια θα μπορούσε να εκληφθεί ως θετική. Η προσεκτική της ανάγνωση όμως καταδεικνύει ότι είναι προβληματική. Το ζητούμενο των διαδικασιών επιλογής αποτελεί και πάλι τη «λυδία λίθο». Εφόσον ζητούμενο είναι η επιλογή ικανών στελεχών σε θέσεις που απαιτούν υψηλό επίπεδο επιστημονικής γνώσης και τεχνογνωσίας, είναι προφανές ότι η μοριοδότηση πρέπει να έχει «μονοδιάστατη βαρύτητα» και να είναι ενισχυμένη στην επιστημονική γνώση και στην εξειδίκευση, αλλά και στην εμπειρία άσκησης συναφούς έργου στελέχους. Η εξίσωση της μοριοδότησης του χρόνου διδακτικής εμπειρίας με τη μοριοδότηση επιστημονικών προσόντων που προσδίδουν υψηλό επίπεδο ειδημοσύνης και εξειδίκευσης προφανώς υπηρετεί άλλες στοχεύσεις πολιτικού, πελατειακού έως και λαϊκιστικού χαρακτήρα.

Κλείνοντας θα πρέπει να τεθεί το βασικό ερώτημα για το ρόλο του Σχολικού Συμβούλου στο εκπαιδευτικό σύστημα με  βασικό διακύβευμα την ποιότητα στην εκπαίδευση, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στα μαθησιακά αποτελέσματα. Όλα τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα επενδύουν στον εκπαιδευτικό και τη σχολική μονάδα, στη συνεχή επιστημονική και παιδαγωγική υποστήριξη και καθοδήγηση απευθείας και άμεσα σε κάθε σχολείο, σε κάθε τάξη, στους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και τους γονείς, καθώς και σε όλες τις σχέσεις στα εμπλεκόμενα μέρη της σχολικής κοινότητας. Αυτό απαιτεί έναν θεσμό που θα βρίσκεται σε άμεση επαφή με το σχολείο και την καθημερινή διδακτική πράξη.  
Αντί το νέο προτεινόμενο θεσμικό πλαίσιο να ενισχύσει ένα τέτοιον θεσμό, ώστε να πετύχουμε τα καλύτερα δυνατά μαθησιακά αποτελέσματα, απομακρύνει το Σχολικό Σύμβουλο από το σχολείο, δίνοντάς του ρόλο συντονιστή στις Περιφερειακές Διευθύνσεις. Η άμεση συνέπεια αυτής της «απομάκρυνσης» θα είναι η δημιουργία θεσμικής και διοικητικής απόστασης ανάμεσα στον εκπαιδευτικό και το Σχολικό Σύμβουλο. Θα «σπάσει» μια παιδαγωγική σχέση, η οποία συμβάλλει καθοριστικά, ή θα έπρεπε να συμβάλλει, αν η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου το αξιοποιήσει, στην εξειδίκευση και υλοποίηση στην πράξη των εκπαιδευτικών πολιτικών,  αλλά και στη συνεχή επιστημονική και παιδαγωγική ανατροφοδότηση. Το σίγουρο είναι ότι με τον τρόπο αυτό αποδυναμώνεται εντελώς η παιδαγωγική καθοδήγηση και η καθημερινή παρουσία και σχέση του Σχολικού Συμβούλου με τη σχολική μονάδα. Ναι ο θεσμός του Σχολικού Συμβούλου χρειάζεται αλλαγή, στη θέση αυτή πρέπει να επιλεγούν οι καλύτεροι, όχι μόνο σε ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά εκείνοι που διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά του παιδαγωγικού ηγέτη. Χρειάζεται όμως και η σύνδεση του θεσμού του σχολικού συμβούλου με το συνολικό όραμα του σχολείου του 21ου αιώνα, καθώς και  η συνεχής αξιολόγηση του θεσμού και των προσώπων που τον υπηρετούν.
Μήπως, τελικά, αυτή η «απομάκρυνση» του Σχολικού Συμβούλου από τη σχολική μονάδα και τον εκπαιδευτικό και η αποδυνάμωση του συμβουλευτικού του ρόλου, δρομολογεί την εξωτερική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών;    

ΠΗΓΗ: ESOS