Νομική άποψη περί της
νομιμότητας των αποφάσεων για την
διαθεσιμότητα
υπαλλήλων του Δημοσίου
Αθήνα, 10/7/2013
Το
μέτρο της διαθεσιμότητας αποτελεί νομικά και ουσιαστικά απόλυση. Ότι πρόκειται
πράγματι για περίπτωση απόλυσης υπό προθεσμία προκύπτει από το πραγματικό
γεγονός της αναγκαστικής απομάκρυνσής από τις θέσεις εργασίας και της λύσης της
υπαλληλικής σχέσης με αντίστοιχη σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργοδότη (πρβλ.
ενδεικτικά τις υπ’ αριθμ. 4792 και 4793/2012 αποφάσεις του ΜΠΑ για το
αντίστοιχο καθεστώς της εργασιακής εφεδρείας που είχε επιβληθεί με το Ν.
4024/2011).
Η
εφαρμογή του μέτρου της διαθεσιμότητας από Δήμους ή το Δημόσιο τυγχάνει
παράνομη σε περίπτωση που δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις του νόμου περί ομαδικών
απολύσεων. Ειδικότερα εν προκειμένω δεν τηρήθηκαν καθόλου οι ειδικότερες και
υπέρτερης ισχύος διατάξεις του Ν. 1387/1983 και της Οδηγίας 95/98/ΕΟΚ, καθώς με
ευθύνη του Δημοσίου ούτε διαβουλεύσεις έλαβαν καν χώρα μεταξύ εργαζομένων και
εργοδοτικής πλευράς, ούτε τηρήθηκε η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία, ούτε
τηρήθηκε η νόμιμη ποσόστωση και για το λόγο αυτό οι γενόμενες απολύσεις έλαβαν
χώρα κατά παράβαση των διατάξεων του
νόμου 1387/1983 και της ως άνω Οδηγίας. Συνεπώς η απόλυση είναι για το λόγο αυτό
άκυρη. Επιπλέον και για όσους
έχουν ενταχθεί στο δημόσιο με το ΠΔ 164/2004 (ΠΔ Παυλόπουλου) κρίσιμο είναι οτι
το ΠΔ αυτό υλοποίησε κοινοτικό δίκαιο, το οποίο μέσω του «θεσμού» της
διαθεσιμότητας παραβιάζεται και καταστρατηγείται, καθόσον με νόμο απολύονται
και όλοι όσοι είχαν μονιμοποιηθεί στο δημόσιο ακριβώς για να μην γίνεται
κατάχρηση συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, δηλαδή ο εφαρμοστέος
νόμος αντίκειται ευθέως στο υπέρτερης ισχύος κοινοτικό δίκαιο το οποίο έχει
ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο.
Σε
κάθε περίπτωση η απόλυσή από την εργασία λαμβάνει χώρα χωρίς να υφίσταται
σπουδαίος λόγος που να δικαιολογεί την απομάκρυνσή και δη κατά τρόπο ευθέως
αντίθετο προς το Σύνταγμα (και το κοινοτικό Δίκαιο) υπό την έννοια ότι το
μοναδικό χρησιμοποιούμενο νομοθετικό κριτήριο τυγχάνει κατεξοχήν απρόσφορο και
εισάγον προδήλως διακριτική μεταχείριση, παραβιάζον ούτως την αρχή της ίσης
μεταχείρισης ομοειδών περιπτώσεων και τη θεμελιώδη αρχή της αξιοκρατίας και της
αναλογικότητας.
Κρίσιμο
κριτήριο για την επιλεκτική καταγγελία ορισμένης σύμβασης εργασίας ιδιωτικού
δικαίου από τον εργοδότη αποτελεί κατεξοχήν το κριτήριο της αποδοτικότητας ή μη
του υπαλλήλου, κάτι το οποίο όμως ουδόλως εισάγεται ως κριτήριο απόλυσης στην
προκειμένη περίπτωση.
Η
οριζόντια εφαρμογή της διαθεσιμότητας για ορισμένους μόνο υπαλλήλους καθιστά τη
ρύθμιση ένα μέτρο παράνομο ως αντισυνταγματικό, καθόσον αντιβαίνει στην αρχή
της ισότητας και της αξιοκρατίας. Η διαθεσιμότητα παραβιάζει δηλαδή αυτοτελώς
και κατάφωρα τη συνταγματική αρχή της ισότητας στις ειδικότερες εκφάνσεις αυτής
που επιβάλλουν την ομοειδή μεταχείριση ομοειδών περιπτώσεων και την κατά το
λόγο εκάστου υπαλλήλου αξιοκρατική υπηρεσιακή του εξέλιξη (αξιοκρατία στη
σταδιοδρομία, βλ. ενδεικτικά ΑΕΔ 30/1985, ΣτΕ 2786/1984, 3722/2000,
2717/2003, ΔΕΑ 480/1990).
Η
καταγγελία της σύμβασης εργασίας βάσει διαθεσιμότητας είναι άκυρη ως αντίθετη προς θεμελιώδεις διατάξεις
του Συντάγματος, όπως των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 που διακηρύσσουν το
σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του,
του άρθρου 22 παρ. 1 που αναγάγει την εργασία σε αναφαίρετο κοινωνικό δικαίωμα
και υποχρεώνει την Πολιτεία στην προστασία αυτής.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ το καθεστώς της
διαθεσιμότητας συνεπάγεται απομάκρυνση του υπαλλήλου από την εργασία του,
παράλυση της υπαλληλικής του σχέσης και ισοδυναμεί κατ’ ορθό νομικό
χαρακτηρισμό με μια sui generis απόλυση υπό προθεσμία, άλλως με μονομερή
βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, η οποία τυγχάνει προδήλως παράνομη και
αντίθετη προς θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις και αρχές και το κοινοτικό
ευρωπαϊκό δίκαιο.
Τρόπος αντίδρασης σε νομικό
επίπεδο είναι η δικαστική διεκδίκηση διατήρησης στην εργασία μέσω κατάθεσης
προσφυγών (ομαδικών ή ατομικών κατά περίπτωση) στο αρμόδιο δικαστήριο σε
επίπεδο κύριας δίκης αλλά και σε επίπέδο ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινής
διαταγής.
Για τους μεν υπαλλήλους ιδιωτικού
δικαίου αορίστου χρόνου αρμόδια τυγχάνουν τα πολιτικά δικαστήρια, για τους δε
υπαλλήλους με σχέση δημοσίου δικαίου αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια.
Κατά των εκδοθησομένων υπουργικών αποφάσεων αρμόδιο τυγχάνει το ΣτΕ.
ΗΛΙΑΣ Δ. ΚΟΛΛΥΡΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Τηλ. :2103632570
Κιν.: 6944691416