Αθήνα, 5-5-2020
Αρ. Πρωτ: 720
ΘΕΜΑ: ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΓΙΑ ΤΟ
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
«Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις»
Άρθρο 1
Στο Άρθρο 1
διαπιστώνουμε από την αιτιολογική έκθεση ότι προβλέπονται θεματικές όπως: Αυτομέριμνα,
Ασφάλεια και πρόληψη, Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, Πρόληψη εξαρτήσεων,
Ψυχική Υγεία, Αλληλοσεβασμό και διαφορετικότητα, αντικείμενα που άπτονται
επιστημονικών πεδίων άλλων επαγγελματικών κλάδων, όπως είναι οι ψυχολόγοι,
κοινωνικοί λειτουργοί, λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, σχολικοί νοσηλευτές,
κλπ. Θεωρούμε ότι η καλλιέργεια ήπιων δεξιοτήτων ζωής που ευαγγελίζεται το
συγκεκριμένο άρθρο, όπως η συνεργασία, η επικοινωνία, η
ευελιξία και προσαρμοστικότητα, η
πρωτοβουλία, η οργανωτική
ικανότητα, η ενσυναίσθηση,
οι κοινωνικές δεξιότητες και η επίλυση
προβλημάτων, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εμπλοκή στη διαδικασία
ειδικών επιστημόνων, οι οποίοι θα αναλάβουν τόσο την επιμόρφωση και κατάρτιση
των εκπαιδευτικών, όσο και την εποπτεία των δράσεων. Για το σκοπό αυτό θα
πρέπει να αξιοποιηθούν οι ΕΔΕΑΥ, τα
ΚΕΣΥ, οι ψυχολόγοι των ολοήμερων δημοτικών και οι κοινωνικοί λειτουργοί των
ΕΚΟ, θεσμοί που ήδη υφίστανται, με την ανάλογη αύξηση πιστώσεών ώστε να
ανταποκρίνονται στις ανάγκες.. Ωστόσο, στο σύγχρονο καινοτόμο σχολείο είναι
απαραίτητο πια να προβλεφθεί σε όλες τις σχολικές μονάδες η ύπαρξη Ψυχοκοινωνικής Υπηρεσίας στελεχωμένης
από διεπιστημονική ομάδα ειδικών, οι οποίοι θα είναι σε θέση εξ αντικειμένου να
υλοποιήσουν τέτοια προγράμματα
Άρθρο 2
Τίθεται το ερώτημα
αν η σημαντικότερη καινοτομία που πρέπει να εισαχθεί στο Νηπιαγωγείο είναι η
διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας και κατά πόσο το σοβαρότερο πρόβλημα των νηπίων
και των οικογενειών τους, είναι η επίσπευση της κατάκτησης ξένης γλώσσας, όταν
τόσο οι νηπιαγωγοί όσο και εμείς οι ειδικοί, καθημερινά ερχόμαστε αντιμέτωποι
με πολύ σοβαρά προβλήματα προσαρμογής, επικοινωνίας και συμπεριφοράς των
παιδιών προσχολικής ηλικίας, για τα οποία θεωρούμε ότι μόνο με πρόληψη, έγκαιρη
και έγκυρη παρέμβαση μπορούν να αντιμετωπιστούν.
Ζητάμε: α) την
προσθήκη άρθρου που να προβλέπει την εισαγωγή της Πρώιμης/Έγκαιρης Παρέμβασης στο Νηπιαγωγείο για τον έγκαιρο
εντοπισμό και αντιμετώπιση προβλημάτων λόγου, επικοινωνίας, συμπεριφοράς, καθώς
και μαθησιακών δυσκολιών. Η εισαγωγή της η οποία είναι αντικείμενο ειδικών,
όπως λογοθεραπευτών, εργοθεραπευτών κλπ, λειτουργεί προληπτικά για την
αντιμετώπιση τέτοιου είδους δυσκολιών, εφαρμόζεται σε όλα τα προηγμένα
εκπαιδευτικά συστήματα και αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για την ομαλή
προσαρμογή των παιδιών στη μαθησιακή διαδικασία και την απρόσκοπτη σχολική τους
πορεία. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να επεκταθεί η παρουσία των ΕΔΕΑΥ, ώστε να
είναι δυνατή και η ψυχοκοινωνική υποστήριξη των μαθητών και των οικογενειών
τους, καθώς και να ενισχυθούν αυτές με τις ειδικότητες των λογοθεραπευτών,
εργοθεραπευτών και φυσιοθεραπευτών.
β) Παράλληλα, να
προβλεφθεί η ύπαρξη σε κάθε νηπιαγωγείο ειδικού
βοηθητικού προσωπικού (ΕΒΠ), υπεύθυνου για την επικούρηση της
αυτοϋπηρέτησης των νηπίων, στην τουαλέτα, τη σίτιση και τις καθημερινές
δραστηριότητες, τομείς που, σύμφωνα με τη διαπιστωμένη γνώμη των νηπιαγωγών,
χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και αναδύονται τα τελευταία χρόνια ως ιδιαίτερα
προβληματικοί.
Άρθρο 4
Σύμφωνα με το
άρθρο, στις ανακεφαλαιωτικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο θα εξετάζονται οι μαθητές
στα 7 μαθήματα της Ομάδας Α, αντί για 4. Αναρωτιόμαστε σε τι εξυπηρετεί η
εντατικοποίηση αυτή και μάλιστα με την εξέταση των 7 μαθημάτων από 1-15
Ιουνίου! Ενώ φιλοδοξεί να δημιουργήσει
το «σύγχρονο, καινοτόμο σχολείο», εισάγει την εντατικοποίηση της μάθησης με την
αύξηση των εξεταζομένων μαθημάτων και την εισαγωγή της Τράπεζας Θεμάτων. Με τον
τρόπο αυτό ενισχύεται η παραπαιδεία, διευρύνονται οι κοινωνικές ανισότητες,
καθώς μόνο οι πιο ευκατάστατοι μαθητές θα καταφύγουν στα φροντιστήρια Μ.Ε. από
νωρίς στο Γυμνάσιο, ενώ είναι σίγουρο ότι αυξάνεται το στρες των μαθητών με
όλες τις συνεπακόλουθες συνέπειες.
Ως προς την
εντατικοποίηση, σκόπιμο θα ήταν να μελετήσει το Υπουργείο τα πιο επιτυχημένα,
σύμφωνα με διεθνείς αξιολογήσεις, εκπαιδευτικά συστήματα, ιδιαίτερα των
σκανδιναβικών χωρών, στα οποία εφαρμόζεται ακριβώς η αντίθετη λογική από τη
στείρα, πολύωρη και χωρίς δημιουργικότητα μελέτη και αξιολόγηση.
Άρθρο 5
Ως προς την
αναχρονιστική αναγραφή της «Διαγωγής»
στους τίτλους σπουδών, η οποία θα συνοδεύει το νέο άνθρωπο στη μελλοντική του
ζωή και σε κάθε προσπάθεια ανεύρεσης εργασίας, θεωρούμε ότι αποτελεί
οπισθοδρόμηση και επαναφέρει το σχολείο σε μια λογική αυστηροποίησης,
αυταρχισμού και έλλειψης ενσυναίσθησης για τις εξαιρετικά αντίξοες
ψυχοκοινωνικές συνθήκες που βιώνει σήμερα μεγάλο ποσοστό των μαθητών. Ιδιαίτερα
στην εφηβική ηλικία, κατά την οποία οι δυσκολίες συμπεριφοράς και η αποκλίνουσα
στάση δεν είναι σπάνιες, η αναγραφή της διαγωγής που θα συνοδεύει δια βίου το
μαθητή, έχει εκδικητικό χαρακτήρα, δείχνει αναλγησία και άγνοια για τη
συγκεκριμένη ηλικιακή φάση, καθώς και για τη σημερινή σχολική πραγματικότητα.
Άρθρο 10
Αφιερώνονται 22
άρθρα (!) στην ίδρυση και λειτουργία των
Πρότυπων και Πειραματικών Σχολείων για την «ενίσχυση του
προτύπου της αριστείας στο εκπαιδευτικό σύστημα, με την έννοια της
διαμόρφωσης των πλέον κατάλληλων προϋποθέσεων που θα
προάγουν τη διαρκή αυτό-βελτίωση
των μαθητών, καθώς
και τη μεθοδικότερη
και συστηματικότερη καλλιέργεια και
ανέλιξη των ιδιαίτερων
μαθησιακών τους δυνατοτήτων, κλίσεων και
ταλέντων», όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση. Αναρωτιόμαστε γιατί
η ενίσχυση του προτύπου αυτού, καθώς και η διαρκής αυτό-βελτίωση, δεν πρέπει να
αποτελούν στόχο και ζητούμενο όλων των σχολείων της επικράτειας και όχι μόνο
μιας εκλεκτής ελίτ. Θεωρούμε ότι μια σοβαρή προσπάθεια από πλευράς υπουργείου
θα έπρεπε να στοχεύει στη διαρκή αυτό-βελτίωση και στην ανάδειξη των ιδιαίτερων
κλίσεων και ταλέντων όλων των μαθητών, στα πλαίσια της ανθρώπινης
πολύ-ποικιλότητας και της δημοκρατικής αντίληψης ότι κάθε άνθρωπος είναι
μοναδικός και διαθέτει αρετές και κλίσεις, αρκεί να του επιτραπεί να τις
εκδηλώσει και να τις εκφράσει.
Άρθρο 33
Βασική προϋπόθεση
για να ισχύσει ο «συλλογικός
προγραμματισμός εκπαιδευτικού έργου και ομάδες δράσεων επαγγελματικής
ανάπτυξης», είναι όλο το εκπαιδευτικό προσωπικό να βρίσκεται τοποθετημένο
έγκαιρα στις σχολικές μονάδες. Αναφερόμαστε, βέβαια, στους αναπληρωτές
εκπαιδευτικούς, ΕΕΠ και ΕΒΠ. Ιδανικά, θα πρέπει η κάθε σχολική μονάδα να
απαρτίζεται κυρίως από μόνιμο προσωπικό. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πολύ
διαφορετική, ιδιαίτερα στις Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης
(ΣΜΕΑΕ), όπου το εκπαιδευτικό και Ειδικό Εκπαιδευτικό και Βοηθητικό προσωπικό
είναι, στη συντριπτική τους πλειονότητα, αναπληρωτές. Ζητάμε να προβλεφθεί η
έγκαιρη πρόσληψη των αναπληρωτών και όσον αφορά τα ειδικά σχολεία, το ΕΕΠ-ΕΒΠ,
που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εκπαιδευτικού προσωπικού, να συμμετέχει στις
συγκεκριμένες ομάδες δράσεων.
Άρθρο 34
Η αυτοαξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου
των σχολικών μονάδων προϋποθέτει επαρκές εκπαιδευτικό προσωπικό το οποίο να
βρίσκεται τοποθετημένο από την 1η Σεπτέμβρη στις σχολικές μονάδες. Επίσης,
χρειάζεται σωστή οργάνωση, όλα τα κατάλληλα παιδαγωγικά μέσα, υλικοτεχνική
υποδομή, κατάλληλη κτιριακή υποδομή, διαρκής και ουσιαστική επιμόρφωση, για να
έχει ουσιαστικό νόημα μια αυτοαξιολόγηση που δεν θα αποτελεί απλή καταγραφή
ελλείψεων, δυσκολιών και εμποδίων.
Επίσης, σίγουρα θα
βοηθούσε να υπάρχει μόνιμο προσωπικό στα σχολεία, για να μπορεί να υπάρχει μια
συνέχεια και διαχρονικότητα στους εκπαιδευτικούς στόχους και όχι να ξεκινούν
από την αρχή κάθε χρόνο.
Άρθρο 35
Προφανώς οι
συντάκτες του διαθέτουν λίγη ως ανύπαρκτη γνώση για την πραγματικότητα του
ελληνικού δημόσιου σχολείου και των αντίξοων συνθηκών υπό τις οποίες
λειτουργούν στην πλειονότητά τους οι σχολικές μονάδες (κτιριακά προβλήματα,
σοβαρή έλλειψη εκπαιδευτικού προσωπικού, χώρων, υλικοτεχνικής υποδομής,
προσβασιμότητας, ακόμη και καθαριότητας). Η απαίτηση για αξιολόγηση -και όχι αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου από τον ίδιο
το Σύλλογο Διδασκόντων- και δη η εξωτερική αξιολόγηση, κατά τη γνώμη μας έχει
έναν και μόνο απώτερο στόχο, δηλ. το κλείσιμο σχολικών μονάδων, καθώς και τη
σταδιακή επαναφορά της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, με πιθανή σύνδεσή της με
το μισθολογικό.
Ζητάμε την
κατάργηση του συγκεκριμένου άρθρου καθώς αγνοεί τις πραγματικές συνθήκες του
ελληνικού δημόσιου σχολείου και επιχειρεί να «φορτώσει στις πλάτες» των
εκπαιδευτικών τις αδυναμίες του συστήματος.
Άρθρο 37
Σύμφωνα με το άρθρο,
ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας
σχολικών μονάδων προτείνεται να εγκρίνεται από μία πληθώρα ατόμων:
Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας, μέλη του Συλλόγου Διδασκόντων, μέλη του ΔΣ του
συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, εκπρόσωπο του οικείου Δήμου, Συντονιστή
Εκπαιδευτικού Έργου και Διευθυντή Εκπαίδευσης. Δεν κατανοούμε γιατί πρέπει να
υφίσταται εσωτερικό κανονισμός λειτουργίας, εφόσον η λειτουργία όλων των
σχολικών μονάδων καλύπτεται πλήρως από το νομικό πλαίσιο της χώρας μας, το
οποίο είναι επαρκέστατο ως προς τη ρύθμιση όλων των εκπαιδευτικών θεμάτων και
των δραστηριοτήτων της σχολικής ζωής. Αναρωτιόμαστε ποιος ο λόγος ύπαρξης
χωριστού κανονιστικού πλαισίου και ποια η σκοπιμότητα παρέμβασης εξωγενών
παραγόντων στη διαμόρφωση αυτού. Σίγουρα, η ρύθμιση αυτή δεν φανερώνει ένα
ευέλικτο και ανεξάρτητο σχολείο. Άραγε γιατί χρειάζεται να λάβει γνώση και να
εγκρίνει την εσωτερική λειτουργία μιας σχολικής ομάδας εκπρόσωπος του οικείου
Δήμου;
Για τους παραπάνω
λόγους, ζητάμε την άμεση απόσυρση του συγκεκριμένου άρθρου.
Άρθρο 38
Ως προς την
εισαγωγή του «εκπαιδευτικού
εμπιστοσύνης», αβίαστα μπορεί κάποιος να σκεφθεί ότι όλοι οι εκπαιδευτικοί
θα πρέπει να είναι άξιοι εμπιστοσύνης, δηλ. να τους εμπιστεύονται οι μαθητές
τους και να διατηρούν μια ζεστή, ανθρώπινη και παιδευτική στάση απέναντί τους.
Όμως, πέραν τούτου διαπιστώνουμε ότι οι αρμοδιότητες που ανατίθενται στον
εκπαιδευτικό εμπιστοσύνης: διαχείριση κρίσεων (σχολικός εκφοβισμός,
επιθετικότητα), μαθησιακές δυσκολίες, προβλήματα συμπεριφοράς, πρόληψη σε
θέματα ακραίων συμπεριφορών (ρατσισμός, διαφορετικότητα), συμπερίληψη και
ενσωμάτωση, μαθητές με ιδιαίτερες δυνατότητες, κλίσεις και ταλέντα, μετάβαση σε
άλλες βαθμίδες, σχολική κινητικότητα, συμβουλευτική και ομάδες γονέων, αφορούν
στο σύνολό τους πεδία άλλων επιστημονικών ειδικοτήτων, ιδιαίτερα ψυχολόγων και
κοινωνικών λειτουργών.
Από την
επαγγελματική εμπειρία μας στην υποστήριξη των δημόσιων σχολείων, ως μέλη
ΕΕΠ-ΕΒΠ, γνωρίζουμε ότι τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα των σημερινών σχολείων
είναι τόσο δύσκολα και περίπλοκα που κανένας εκπαιδευτικός από μόνος του, όση
επιμόρφωση κι αν λάβει, δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει χωρίς την καθοδήγηση
και συμβουλευτική ειδικών στα θέματα αυτά. Η λύση είναι η πρόβλεψη για την
ύπαρξη Ψυχοκοινωνικής υπηρεσίας σε κάθε σχολική μονάδα ή η επέκταση των ΕΔΕΑΥ
(Επιτροπές Διαγνωστικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης) και ενίσχυση
του ρόλου τους με την προσθήκη και άλλων ειδικοτήτων, πέραν του ψυχολόγου και
του κοινωνικού λειτουργού.
Σημειώνεται επίσης
ότι σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο, ο εκπαιδευτικό εμπιστοσύνης αυτονομείται
από το Σύλλογο διδασκόντων και μπορεί αυτοβούλως να ζητήσει τη συνδρομή και του
ΚΕΣΥ και να παραπέμψει σε αυτό. Καταστρατηγείται έτσι ο ν 4547, που ζητά την
απόφαση του Συλλόγου Διδασκόντων για παρέμβαση του ΚΕΣΥ όπως και για την
παραπομπή σε αυτό συγκεκριμένου μαθητή.
Άρθρο 39
Ως προς το
φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού,
που αποτελεί μάστιγα του σημερινού σχολείου, αλλά και μία μόνο όψη των σύνθετων
κοινωνικών, οικονομικών και ψυχολογικών προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, θα
περίμενε κανείς σε ένα νομοσχέδιο που ευαγγελίζεται την αναβάθμιση του
σχολείου, να αφιερώνονται πολλά άρθρα και να επιχειρούνται σοβαρές τομές. Αντ΄
αυτού διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μόνο ένα μικρό άρθρο, μια λειψή παράγραφος που
δεν αναφέρει κανένα συγκεκριμένο μέτρο και μας παραπέμπει αόριστα σε
μελλοντικές αποφάσεις!
Ζητάμε να
προβλεφθεί η ύπαρξη Ψυχοκοινωνικής
υπηρεσίας σε κάθε σχολική μονάδα ή/και επέκταση των ΕΔΕΑΥ (Επιτροπές
Διαγνωστικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης) σε όλες τις σχολικές
μονάδες της επικράτειας και ενίσχυση του ρόλου τους με την προσθήκη και άλλων
ειδικοτήτων, πέραν του ψυχολόγου και του κοινωνικού λειτουργού.
Άρθρο 45
Δεν κατανοούμε την
αυστηρότητα και εκδικητικότητα του συγκεκριμένου άρθρου ως προς το μέρος που
προβλέπει ότι: «Εκπαιδευτικός ή μέλος Ε.Ε.Π. και Ε.Β.Π., που προσλαμβάνεται ως
αναπληρωτής σε κενό με την ειδική πρόσκληση, ύστερα από την αίτηση-δήλωση
συμμετοχής του, και δεν αναλαμβάνει υπηρεσία ή αναλαμβάνει υπηρεσία και στη
συνέχεια παραιτείται, αποκλείεται από τις προσλήψεις κατά το σχολικό έτος που
διανύεται κατά την ανακοίνωση της πρόσληψης, καθώς και κατά τα δύο επόμενα
σχολικά έτη». Θεωρούμε ότι είναι υπερβολική η ποινή αποκλεισμού και από τα δύο
επόμενα έτη, όταν ειδικά αναφερόμαστε σε αναπληρωτές που συχνά αντιμετωπίζουν
πολύ σοβαρά ζητήματα επιβίωσης λόγω της έλλειψης σταθερής εργασίας. Ζητάμε να
ισχύει η ποινή μόνο κατά το σχολικό έτος που διανύεται κατά την ανακοίνωση της
πρόσληψης.
Άρθρο 49
Η έμμεση αύξηση
του ανώτατου αριθμού μαθητών ανά σχολικό τμήμα, αποτελεί μείζον θέμα ειδικά υπό
τις παρούσες υγειονομικές συνθήκες. Σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, η
εισαγωγή αυτού του μέτρου ίσως και να μην προκαλούσε τόση αντίδραση. Ωστόσο,
μετά τη συλλογική κοινωνική εμπειρία της πανδημίας και των δυσμενών επιπτώσεων
της στο γενικό πληθυσμό και στην εκπαίδευση, η υιοθέτηση του μέτρου της αύξησης
των μαθητών ανά τμήμα δείχνει σημειολογικά μια πολιτική στάση με δυσκολία ή
απροθυμία προσαρμογής στα νέα κοινωνικά δεδομένα. Ζητάμε να απαλειφθεί η
δυνατότητα προσαύξησης κατά 10% και να μειωθεί άμεσα ο αριθμός μαθητών ανά
σχολικό τμήμα.
Άρθρο 51
Η εισαγωγή ανώτατου ηλικιακού ορίου εγγραφής
μαθητών στα ημερήσια ΕΠΑ.Λ. (17 έτη), αποτελεί μια άδικη, αναχρονιστική και
ταξική ρύθμισης. Θεωρούμε ότι στη σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα, το
Υπουργείο Παιδείας θα έπρεπε να δώσει πρωτίστως έμφαση στην αναβάθμιση,
αναμόρφωση, ενίσχυση και εκσυγχρονισμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης στη χώρα.
Να καταστήσει τα ΕΠΑΛ μια «ελκυστική» και πρόσφορη λύση για πολλούς εφήβους και
νέους που δεν ενδιαφέρονται για μια αμιγώς ακαδημαϊκή κατεύθυνση στις σπουδές
τους, αλλά αντίθετα χρειάζονται μια άμεση, σοβαρή και οργανωμένη επαγγελματική
και τεχνική κατάρτιση για πιο γρήγορη είσοδο στην αγορά εργασίας.
Ως τέτοια λύση,
αντιμετωπιζόταν η φοίτηση στα ΕΠΑΛ από πολλούς νέους που τέλειωναν το Γενικό
Λύκειο χωρίς καμία επιτυχία στις Πανελλήνιες Εξετάσεις και βέβαια χωρίς εφόδια
για μια επαγγελματική αποκατάσταση. Επίσης, πολλοί απόφοιτοι μια ειδικότητας των
ΕΠΑΛ, είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν τη φοίτησή τους αποκτώντας μια δεύτερη
ειδικότητα. Για αυτούς τους νέους, η δυνατότητα αυτή εκλείπει με την εισαγωγή
του ανώτατου ηλικιακού ορίου. Αντ΄ αυτού
το Υπουργείο επιλέγει να κλείσει την πόρτα του σχολείου στα όνειρα αυτών των
παιδιών. Έτσι, αυτοί οι νέοι θα βρεθούν «στο δρόμο» εκτός εκπαιδευτικής
διαδικασίας και χωρίς εφόδια Αναρωτιόμαστε, αν η απόφαση αυτή συνδέεται με την
πρόθεση ενίσχυσης των μεταλυκειακών σπουδών στα ιδιωτικά ΙΕΚ για όποιον τα αντέχει
οικονομικά, καθώς τα αντίστοιχα δημόσια είναι πολύ λίγα για να καλύψουν τις
αυξημένες ανάγκες κατάρτισης.
Επίσης, σύμφωνα με
την αιτιολογική έκθεση, η ρύθμιση αυτή έχει σκοπό «την αποτελεσματικότερη
πρόληψη φαινόμενων ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού, τα οποία παρατηρούνται
ιδίως μεταξύ ενηλίκων και ανηλίκων μαθητών. Παράλληλα, επιχειρείται η σταδιακή
αποσυμφόρηση, από σκοπιάς μαθητικού δυναμικού…». Ως επιστήμονες εργαζόμενοι
στην Εκπαίδευση, δεν έχουμε διαπιστώσει την ύπαρξη ιδιαίτερων φαινομένων ενδοσχολικής
βίας μεταξύ ενηλίκων και ανηλίκων μαθητών. Αντιθέτως, παρατηρείται ότι οι
ενήλικοι μαθητές είναι ιδιαίτερα προσηλωμένοι στον εκπαιδευτικό τους στόχο, πιο
συνεπής, ώριμοι και συνεργάσιμοι και σε καμία περίπτωση δεν υποκινούν τέτοιες
καταστάσεις.
Ωστόσο, αν σκοπός
του άρθρου είναι η «σταδιακή αποσυμφόρηση, από σκοπιάς μαθητικού δυναμικού»,
αυτό αποτελεί μια κυνική δήλωση ότι μέλημα του Υπουργείου δεν είναι σε καμιά
περίπτωση η ενίσχυση του ρόλου και της λειτουργίας των ΕΠΑΛ, αλλά η συρρίκνωσή
τους.