Του Δημήτρη
Παπαευθυμίου
Μέσα από την πολύχρονη πορεία μου στην
ειδική εκπαίδευση, τόσο από την θέση του Ψυχολόγου σε δομές της ειδικής αγωγής,
του στελέχους της εκπαίδευσης αλλά και για πολλές διετίες αιρετού στο Κεντρικό
Υπηρεσιακό Συμβούλιο (ΚΥΣΕΕΠ), πιστεύω ότι πλέον μπορώ να βγάζω ασφαλή
συμπεράσματα για τους σκοπούς και στόχους που η εκάστοτε πολιτική ηγεσία βάζει
ως προτεραιότητα στην εκπαιδευτική της πολιτική.
Όλοι μα όλοι, ευαγγελίζονται την αναμόρφωση
και οργάνωση της εκπαίδευσης, δίνοντας πάντα (ως προς τα λόγια) έμφαση στην
Ειδική Αγωγή και εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία και ειδικές μαθησιακές
ανάγκες. Είναι σαν να καταθέτουν τα διαπιστευτήρια της ανθρωπιάς και
ευαισθησίας στο διαφορετικό. Το ονομάζουν κοινωνική ευαισθησία.
Κατά περιόδους, προωθήθηκαν νομοθετήματα
όπως ο ν. 1566/85, ο ν. 2817/2000, ο ν. 3699/08 κ.α., που πράγματι, σε μεγάλο
βαθμό δημιουργούσαν το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο, που ήταν ικανό να παρέχει
εκπαίδευση αλλά και υποστήριξη στους μαθητές με αναπηρία και ειδικές
εκπαιδευτικές ανάγκες, δημιουργούσαν νέες εκπαιδευτικές δομές όπως τα ΤΕΕ
Ειδικής Αγωγής, τα ΕΕΕΕΚ, τα ΚΕΔΔΥ τα Τμήματα Ένταξης, δομές όμως που είχαν κι εκείνες ανάγκη να υποστηριχθούν.
Ο ν. 2817/2000, στην διαμόρφωση του οποίου
συμμετείχα ως μέλος της επιστημονικής επιτροπής, θεωρήθηκε και ήταν πράγματι
καινοτόμος.
Έβαζε τις βάσεις για την διεπιστημονική
προσέγγιση της ειδικής αγωγής και έδινε την δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς και
στο ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό να αξιολογούν τις εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών
διεπιστημονικά, να χρησιμοποιούν ως μέθοδο εκπαίδευσης την ολιστική μέθοδο και
μετέτρεπε την εκπαίδευση από
δασκαλοκεντρική σε μαθητοκεντρική (χωρίς όμως στην πράξη να το καταφέρει). Ταυτόχρονα
δημιουργούσε υποστηρικτικές δομές προς τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς, αλλά
και τους γονείς.
Ανέδειξε την αναγκαιότητα της επιμόρφωσης
του προσωπικού των εκπαιδευτικών μονάδων και συνέβαλε στην αντίληψη της
ανάπτυξης εξειδικευμένων προγραμμάτων για το σκοπό αυτό.
Η εφαρμογή του νόμου αυτού συνέτεινε στην
διαμόρφωση των κανονισμών λειτουργίας και στο
καθηκοντολόγιο όλου του προσωπικού των εκπαιδευτικών δομών.
Βεβαίως κανένας νόμος που έχει ως αναφορά
τους ευαίσθητους χώρους της ειδικής εκπαίδευσης
και την πολυπλοκότητα των ειδικών αναγκών των ατόμων με αναπηρία και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες δεν μπορεί να είναι επαρκής.
Πολλές φορές η εφαρμογή των νομοθετημάτων
γίνεται δύσκολη και απαιτούνται καινούργιες αλλαγές και προσαρμογές.
Αυτό προϋποθέτει μελέτες, έρευνες και
επιστημονικές αναλύσεις για να ξέρει η πολιτεία τι πήγε ή όχι καλά, τι πρέπει
να βελτιωθεί και τι πρέπει να αλλάξει.
Στην Ελλάδα της προχειρότητας, τίποτε από
τα παραπάνω δεν κρίνεται απαραίτητο και αναγκαίο.
Αρκεί η αντίληψη και προσωπική άποψη
κάποιων στελεχών της εκπαίδευσης με πολιτικό πρόσημο, που δυστυχώς έχουν την ικανότητα να πείθουν
τους αδαείς με τα θέματα της εκπαίδευσης
πολιτικούς προϊσταμένους, για να γίνουν τα αναγκαία γι΄ αυτούς ξηλώματα και
μπαλώματα του εκπαιδευτικού ιστού, εξυπηρετώντας τις περισσότερες φορές
προσωπικά και μικροσυντεχνιακά
συμφέροντα.
Σε μια πορεία 16 χρόνων από την ψήφιση του
ν. 2817, η εκπαιδευτική πολιτική ασκείται δυστυχώς από τα ίδια στελέχη και τις ίδιες απαξιωτικές
αντιλήψεις για τον ρόλο και την προσφορά του σημαντικού για την
εκπαίδευση και υποστήριξη των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες
προσωπικού, που είναι το Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό των ΣΜΕΑΕ
και των ΚΕΔΔΥ.
Ταυτόχρονα, οι μνημονιακές πολιτικές
οδήγησαν στην συρρίκνωση και εξαθλίωση του προσωπικού των δομών της εκπαίδευσης
στο σύνολό τους.
Οι συγκεκριμένες αντιλήψεις οδήγησαν την
ειδική εκπαίδευση σε σημείο να μην μπορεί
να αυτοπροσδιοριστεί, να μην μπορεί να ορίσει τους σκοπούς και στόχους της και να έχει αφεθεί στο φιλότιμο και την ευσυνειδησία
του προσωπικού που την στελεχώνει.
Η ειδική αγωγή, σωστότερα ειδική
εκπαίδευση, οργανώνεται ως ανεξάρτητο
κομμάτι της εκπαίδευσης, αλλά στην ουσία ακολουθεί την κλασσική οργάνωση
της γενικής , με αντίστοιχες δομές και στις περισσότερες των δομών με
αντίστοιχα ωρολόγια και αναλυτικά προγράμματα.
Η ειδική επαγγελματική εκπαίδευση
αγωνίζεται να αποσαφηνίσει τους τίτλους των δομών, δηλαδή αν θα ονομάζονται
ειδικά επαγγελματικά γυμνάσια ή ΤΕΕ Α΄Βαθμίδας,
επαγγελματικά λύκεια ή ΤΕΕ Β΄ βαθμίδας, παρόλο που ο ν. 3699/08 το έχει
αποσαφηνίσει.
Το ότι δεν υπάρχουν αναλυτικά προγράμματα για τους τύπους των σχολείων αυτών
ουδόλως ενδιαφέρει, το ότι άλλα σχολεία λειτουργούν στο όρια του αυθαίρετου ως
ειδικά επαγγελματικά γυμνάσια με πρωτοβουλίες κάποιων διευθυντών και άλλα ως
ΤΕΕ, ακολουθώντας τις εγκυκλίους του Υπουργείου Παιδείας που καταστρατηγούν τον νόμο που ορίζει την
μετατροπή τους, κανείς δεν νοιάζεται .
Το ποιοί μαθητές εντάσσονται στις εκπαιδευτικές
αυτές δομές, τι εκπαιδευτικά προγράμματα εφαρμόζονται και το αν οι δομές αυτές
καλύπτουν τις πραγματικές ανάγκες των μαθητών, μάλλον είναι δευτερεύον για το
ΥΠΠΕΘ.
Η αγωνία των γονέων για το αύριο των
παιδιών τους, ελάχιστα συγκινεί.
Το ΙΕΠ έχει πράγματι ετοιμάσει αρκετό εκπαιδευτικό υλικό για πολλές
κατηγορίες πάθησης, το οποίο δυστυχώς δεν αξιοποιείται από τους εκπαιδευτικούς,
αφού δεν έχει προβλεφθεί εκπαίδευση, επιμόρφωση ή έστω ενημέρωση των
εκπαιδευτικών για τον τρόπο χρήσης του εν λόγω υλικού.
Αλλά πως θα μπορούσαν τα πράγματα να
λειτουργήσουν αλλιώς όταν το ΙΕΠ, κατεξοχήν επιστημονικός φορέας, δεν διαθέτει
οργανωμένο τμήμα ή έστω γραφείο ειδικής εκπαίδευσης, που να αναλάβει επίσημα
την μελέτη και προώθηση προτάσεων για την οργάνωση, λειτουργία και κάθε άλλο
θέμα που αφορά την ειδική εκπαίδευση;
Πως μπορεί αποτελεσματικά να
αντιμετωπιστούν τα θέματα της ειδικής εκπαίδευσης, η οργάνωση και λειτουργία
των εκπαιδευτικών δομών, η επιστημονική στήριξη του εκπαιδευτικού και του
ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού κ.λ.π, όταν αυτά αντιμετωπίζονται σε επίπεδο ΙΕΠ
ευκαιριακά, από τους ελάχιστους συμβούλους που έχουν σχέση με την ειδική εκπαίδευση και μόνον έναν από τους κλάδους του ΕΕΠ;
Άραγε αυτή η ελλειμματική κατάσταση που
επικρατεί στο ΙΕΠ είναι ηθελημένη και
εξυπηρετεί σκοπούς κάποιων ή είναι αδυναμία να οργανωθεί και στελεχωθεί με το
κατάλληλο προσωπικό;
Από την πλευρά της η πολιτική ηγεσία του
ΥΠΠΕΘ, συχνά προβαίνει σε
ανακοινώσεις για την προτεραιότητα που
δίνεται στην ειδική εκπαίδευση, για τον ουσιαστικό διάλογο που αναπτύσσεται (
από ποιους άραγε) , ώστε με ασφαλή βήματα να γίνουν οι βελτιωτικές ενέργειες
που θα αναδείξουν την ειδική εκπαίδευση, ως αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης.
Και βεβαίως οι βαρύγδουπες λέξεις όπως,
συμπερίληψη, συνεκπαίδευση, ενσωμάτωση,
ένα σχολείο για όλους κ.λ.π, προκαλούν τον εντυπωσιασμό των αδαών, όμως
επί τέλους πρέπει να γίνει κατανοητό από
την πολιτική ηγεσία ότι η ειδική εκπαίδευση, κυρίως βρίσκεται μέσα στην γενική
εκπαίδευση.
Τα ειδικά σχολεία σήμερα κατακλύζονται από
μαθητές με μεγάλες μαθησιακές δυσκολίες
και πολυαναπηρίες, που συνήθως έχουν ανάγκη το πλαίσιο στο οποίο βρίσκονται και
το εξατομικευμένο γι΄ αυτούς εκπαιδευτικό πρόγραμμα, συμπεριλαμβανομένων και
των υποστηρικτικών υπηρεσιών του Ειδικού Εκπαιδευτικού και Ειδικού Βοηθητικού
Προσωπικού.
Δεν έχω την διάθεση να μειώσω την αξία της
ενταξιακής πολιτικής που το ΥΠΠΕΘ θα πρέπει να ακολουθήσει, αλλά οφείλει στην παρούσα φάση να ασχοληθεί σοβαρά με τους
μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες που βρίσκονται μέσα στο γενικό
σχολείο.
Πρέπει να δημιουργήσει υποστηρικτικές δομές
μέσα στο γενικό σχολείο (ΕΔΕΑΥ, ΤΕ, Βοηθούς εκπαιδευτικών κ.λπ), που θα
μπορέσουν να υποστηρίξουν τόσο τους μαθητές, όσο και τους εκπαιδευτικούς στο
δύσκολο έργο της εκπαίδευσης των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και
που θα συμβάλλουν στην διαμόρφωσης του
κατάλληλου γι΄ αυτούς εκπαιδευτικού περιβάλλοντος.
Οι δομές αυτές θα πρέπει να στηρίζονται σε εξειδικευμένο προσωπικό, εκπαιδευτικούς και
ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό, καθώς και
σε σύγχρονο εποπτικό και εκπαιδευτικό
υλικό.
Παράλληλα, θα πρέπει μέσα από διαδικασίες
αξιολόγησης, εκπαίδευσης και επιμόρφωσης
του συνόλου των εκπαιδευτικών σε θέματα εκπαίδευσης, συνεκπαίδευσης και
συναντίληψης, να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις
και οι συνθήκες, μέσα από τις οποίες, μαθητές των ειδικών σχολείων, θα μπορέσουν να
ενταχθούν σε προγράμματα συνεκπαίδευσης ή και ένταξης στο γενικό σχολείο.
Καμία όμως προσπάθεια δεν θα τύχει
ουσιαστικής αποτελεσματικότητας, εάν δεν εξασφαλιστεί με μόνιμο διορισμό, το αναγκαίο
και κατάλληλο προσωπικό, εκπαιδευτικό, ειδικό εκπαιδευτικό και ειδικό
βοηθητικό, που με την κατάλληλη επιμόρφωση, θα αναλάβει το πολυσήμαντο αυτό
έργο. Δεν αρκούν τα λόγια, είναι καιρός για γρήγορο βηματισμό.
ΠΑΠΑΕΥΘΥΜΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Δ/ΝΤΗΣ ΤΟΥ ΕΕΕΕΚ ΚΩΦΩΝ ΚΑΙ ΒΑΡΗΚΟΩΝ ΑΘΗΝΑΣ
ΑΙΡΕΤΟΣ ΣΤΟ ΚΥΣΕΕΠ