Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Αγώνες και θυσίες των Ελλήνων κατά τη δεκαετία του ΄40: Πόλεμος, κατοχή-αντίσταση, εμφύλιος.(του Θανάση Μιχελή)



Αγώνες και θυσίες των Ελλήνων κατά τη δεκαετία του ΄40:
Πόλεμος, κατοχή-αντίσταση, εμφύλιος
                                                              ( του Θανάση Μιχελή)

Όταν η επίσημη-σχολική Ιστορία αναφέρεται σε κρίσιμες περιόδους της χώρας μας επικεντρώνεται συνήθως σε ηρωικά κατορθώματα και στον επικό χαρακτήρα γεγονότων. Από εκπαιδευτικής άποψης αυτό είναι κατανοητό σε μια εκπαίδευση που θέτει ως στόχο της την εθνική διαπαιδαγώγηση των νέων της. Όμως με αυτόν τον τρόπο παραμένουν εκτός διδασκαλίας ιστορικά δεδομένα και αρνητικές πτυχές της Ιστορίας μας που και αυτά είναι διδακτικά. Έτσι οδηγούμαστε στο να είμαστε ένας λαός με πλούσια ιστορία και πολιτισμό αλλά, στην πλειοψηφία μας, ανιστόρητοι. Η επισήμανση αυτή είναι σημαντική όταν αφορά και στο πολιτικό προσωπικό της χώρας.
            Με το παρόν άρθρο θα αναφερθούμε σε ιστορικά δεδομένα της ταραχώδους δεκαετίας του ΄40 και κυρίως στις θυσίες του Ελληνικού λαού (θάνατοι, καταστροφές, μετακινήσεις πληθυσμών, διάλυση οικογενειών).
Η ταραχώδης δεκαετία του ΄40 είχε απαρχή την κήρυξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940 και τέλος τη λήξη του Ελληνικού εμφυλίου τον Αύγουστο του 1949.
            Μετά τη νικηφόρα πορεία του Ελληνικού στρατού στην Αλβανία (στα τέλη του 1940), ακολούθησε η επίθεση του Γερμανικού στρατού στη Μακεδονία στις αρχές του 1941. Στις αρχές Απριλίου (1941) ο Χιτλερικός στρατός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη. Στις 21 Απριλίου οι Γερμανοί εισήλθαν στη Λαμία και τέλη Απριλίου στην Αθήνα. Τέλη Μαΐου ύστερα από σκληρή μάχη, που διήρκησε από 20 έως 31 Μαΐου 1941, κατέλαβαν την Κρήτη τελευταίο θύλακα της Ελληνικής αντίστασης.
Ήδη πριν τη μάχη της Κρήτης ο στρατηγός Τσολάκογλου είχε υπογράψει την παράδοση των Ελληνικών στρατευμάτων στους Γερμανούς και στις 30-4-1941 (δηλαδή πριν την μάχη της Κρήτης!) οι Γερμανοί τον διόρισαν πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό[1]. Το 1942, τον Τσολάκογλου διαδέχθηκε ο Λογοθετόπουλος (ένας πολιτικά ασήμαντος, καθηγητής Πανεπιστημίου, γιατρός σπουδασμένος στη Γερμανία, με Γερμανίδα σύζυγο). Το 1943 το Λογοθετόπουλο διαδέχθηκε ο Ιωάννης Ράλλης, που παρέμεινε δωσίλογος πρωθυπουργός έως το τέλος της κατοχής. Ο τελευταίος υπήρξε ένας αστός πολιτικός, μετριοπαθής, με οικογενειακή πολιτική παράδοση[2].
Όσοι δεν συνεργάστηκαν με τους κατακτητές ακολούθησαν δυο δρόμους: Σημαντική μερίδα του πολιτικού κόσμου (ο τυπικά πρωθυπουργός της χώρας Εμμ. Τσουδερός και άλλοι[3]) ακολούθησε τη βασιλική οικογένεια στο Κάιρο (μαζί με το χρυσό της Τραπέζης της Ελλάδος). Η έως τότε διωκόμενη Αριστερά μαζί και με άλλους της δημοκρατικής παράταξης συγκρότησαν το ΕΑΜ. Συγκροτήθηκαν και αρκετές άλλες μικρότερες αντιστασιακές οργανώσεις τοπικής δράσης. Το 1943 ήδη η δράση των αντιστασιακών οργανώσεων και κυρίως του ΕΑΜ ήταν καθοριστική για την πορεία των εξελίξεων. Τότε ο κατοχικός πρωθυπουργός Ράλλης υλοποίησε την ιδέα του Γερμανού στρατηγού Λεερ (Ληρ) και ίδρυσε τα Τάγματα Ασφαλείας, έναν επικουρικό στρατό συνεργάτη των Γερμανών. Όπως αναφέρεται σε πολλές πηγές τα Τάγματα αυτά αριθμούσαν στο τέλος της κατοχής περί τις 16-17.000 άνδρες[4]. Οι περισσότεροι, στη συνέχεια, αποτέλεσαν στελέχη του κυβερνητικού στρατού. Πολλοί από αυτούς παρασημοφορήθηκαν για «εθνική» δράση!
Η Αθήνα απελευθερώθηκε στις 12-10-1944 και στη συνέχεια όλη η χώρα. Οι πανηγυρισμοί του λαού δεν έμελλε να κρατήσουν πολύ. Τις διαδηλώσεις των ΕΑΜ-ιτών στην Αθήνα υποδέχθηκαν πυροβολισμοί. Τα Δεκεμβριανά  έληξαν μετά από μάχες 23 ημερών, βομβαρδισμό συνοικιών της Αθήνας από την Αγγλική αεροπορία και πολλούς νεκρούς. Η συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος του 1945: παράδοση όπλων των ΕΑΜ-ιτών) τελικά δεν απέτρεψε τον επερχόμενο εμφύλιο. Η λευκή τρομοκρατία που ακολούθησε, κατά των ΕΑΜ-ιτών από τους κατοχικούς συνεργάτες των Γερμανών (Ταγματασφαλίτες, Χ-ίτες) αλλά και τις νεοϊδρυθείσες παραστρατιωτικές οργανώσεις Μ.Α.Υ. (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου) και Μ.Α.Δ. (Μονάδες Αποσπασμάτων Διώξεως), οδήγησαν σημαντικό αριθμό ΕΑΜ-ιτών και πάλι στο βουνό. Σ΄ αυτό συνέδραμε και σχετική απόφαση του ΚΚΕ. Έτσι δημιουργήθηκε ο αντάρτικος στρατός Δ.Σ.Ε. (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας) που έφτασε να αριθμεί περί τους 30.000 μαχητές. Ο Ελληνικός εμφύλιος έληξε τον Αύγουστο του 1949 με την ήττα του ΔΣΕ στο Γράμμο και στο Βίτσι. Εκεί για πρώτη φορά στην ιστορία των πολέμων οι Αμερικανοί, που είχαν αναλάβει την ουσιαστική καθοδήγηση του κυβερνητικού στρατού, έριξαν βόμβες ναπάλμ.
Στην πολυτάραχη αυτή περίοδο αναρίθμητες υπήρξαν οι θυσίες των Ελλήνων στρατιωτών, μαχητών και πολιτών. Συνολικά εκτιμώνται περί τα 450-500.000 θύματα.
Περί τις 14.000 στρατιώτες και 700 αξιωματικοί υπολογίζονται όσοι έπεσαν μαχόμενοι στο Αλβανικό μέτωπο. Αρκετές χιλιάδες ακόμη υπήρξαν οι τραυματίες του μετώπου και οι άρρωστοι από τις κακουχίες της επιστροφής από το μέτωπο.
Το βαρύ χειμώνα του 1941-42, χιλιάδες ήταν τα θύματα της πείνας και του κρύου, κυρίως στα αστικά κέντρα.  
Μόνο στις γειτονιές της Αθήνας, περί τις 5.000 υπολογίζονται οι νεκροί την περίοδο της κατοχής, από τις συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ (ένοπλα τμήματα του ΕΑΜ) και των Ταγματασφαλιτών συνεργατών των Γερμανών[5].
Σε εκατοντάδες μετρώνται οι εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς (Δίστομο, Καλάβρυτα, Κούρνοβο, Καισαριανή, Χαϊδάρι, Καστέλια και αλλού).
Στις 700.000 υπολογίζονται οι αναγκαστικά μετακινηθέντες από τα ορεινά χωριά τους προς τα πλησιέστερα αστικά κέντρα κατά την περίοδο του εμφυλίου. Οι παραπάνω μετακινήσεις ήταν αποτέλεσμα της στρατιωτικής δράσης του κυβερνητικού στρατού προκειμένου να αποκοπεί ο ανεφοδιασμός των ανταρτών του ΔΣΕ από τους κατοίκους των ορεινών χωριών[6]. Ο πληθυσμός αυτός αποκομμένος από την αγροτική γη και παραγωγή λιμοκτονούσε σε παραπήγματα στις παρυφές των πόλεων. Σύμφωνα με έκθεση των Αμερικανών (υπευθύνων του σχεδίου Μάρσαλ) πλέον των 2,5 εκατομμυρίων κατοίκων, συμπεριλαμβανομένων και των προαναφερόμενων, ήταν οι Έλληνες που χρειάζονταν κρατική βοήθεια για να επιβιώσουν.
Με το τέλος του εμφυλίου οι ανθρώπινες απώλειες ήταν 40.840 στρατιώτες και 2.540 αξιωματικοί του κυβερνητικού στρατού και περί τις 38.000 των ανταρτών του ΔΣΕ. Δηλαδή συνολικά περί τις 80.000 θύματα, αριθμός κατά πολύ μεγαλύτερος των απωλειών του Αλβανικού μετώπου.
Πλέον των 60.000 Ελλήνων, ανταρτών του ΔΣΕ και οικογενειών τους, βρέθηκαν σε χώρες της Σοβιετικής επιρροής, χάνοντας την Ελληνική ιθαγένεια και την περιουσία τους στην Ελλάδα. Από αυτούς περί τις 28.000 ήταν τα παιδιά τους. Αρκετές δεκάδες διανοούμενων που υποστήριξαν το ΕΑΜ ξενιτεύτηκαν και στη Δυτική Ευρώπη.
Δεκάδες ορφανά παιδιά και των δύο παρατάξεων του εμφυλίου βρέθηκαν και μεγάλωσαν στις «Παιδοπόλεις» της χώρας[7]. Τα μικρότερα από αυτά στάλθηκαν στην Αμερική για υιοθεσίες[8].
Τέλος στις οι υλικές καταστροφές της χώρας θα πρέπει να προσμετρηθούν: Το υποχρεωτικό κατοχικό δάνειο που απαίτησαν και πήραν οι Γερμανοί από την Τράπεζα Ελλάδος και ουδέποτε επέστρεψαν. Η μείωση της αγροτικής παραγωγής στο 30% της προπολεμικής. Η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής στο 33% της προπολεμικής. Η πλήρης καταστροφή των υποδομών της χώρας. Αποτέλεσμα αυτών, στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 η ανεργία καταγράφονταν περί το 30%.
Αυτή ήταν η εικόνα της χώρας μας το 1950.
Κι όμως η χώρα αυτή με όλες τις αντίξοες συνθήκες αλλά και μετέπειτα πολιτικές ανωμαλίες της περιόδου εκείνης (καταλήστευση των χρημάτων του σχεδίου Μάρσαλ, διώξεις αριστερών κλπ) κατόρθωσε να ανορθωθεί και από τη δεκαετία του ΄60 να αντικρύσει ένα ελπιδοφόρο μέλλον.


[1]. Όπως γράφει ο Mark Mazower, στο βιβλίο του «Στην Ελλάδα του Χίτλερ»: ”Ο Τσολάκογλου είχε και συνομιλίες με πολλά σημαίνοντα πρόσωπα, ώστε να ακούσει τις απόψεις τους για τη νέα κατάσταση. Ανάμεσα σ΄ αυτά ήταν οι περισσότεροι ηγέτες της αντιβενιζελικής παράταξης και κάμποσοι από τους πρώην αντιπάλους τους, μαζί και ο Γεώργιος Παπανδρέου. Στη δίκη Τσολάκογλου μετά τον πόλεμο φανερώθηκε ότι πολλοί από αυτούς είχαν στηρίξει την απόφασή του να σχηματίσει κυβέρνηση”.
[2]. Ο πατέρας του, Δημήτριος Ράλλης διετέλεσε πρωθυπουργός στις αρχές του 1900. Ο γιος του Γεώργιος Ράλλης  επίσης, πρωθυπουργός της χώρας κατά τη μεταπολίτευση.
[3]. Πχ ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος λίγο πριν την απελευθέρωση διορίστηκε πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης. Από τα αναφερόμενα του ιδίου για την ανάληψη των καθηκόντων του στο Κάϊρο, ερμηνεύονται οι μετέπειτα επιλογές του. Είχε πει: “Σκοτεινή ήτο η κατάστασις της Ελλάδος όταν ανελάβομεν την Αρχήν τον Απρίλιον του 1944. Ο Ελληνικός λαός ήτο υπόδουλος όχι μόνον εις την Γερμανικήν, αλλά και εις την Εαμικήν –και δια να είμεθα κυριολεκτικώτεροι – εις την Κομμουνιστική τυραννίαν. Και πρέπει να υπομνησθή ότι εις την Ελλάδα τότε δεν ηπειλείτο απλώς η επιβολή της Κομμουνιστικής τυραννίας, την οποίαν έπρεπε να αποπτρέψωμεν. Η κομμουνιστική Κατοχή είχε ουσιαστικώς συντελεσθή, και ωφείλαμεν ν΄ αγωνισθώμεν δια να την αποτρέψωμεν…”  βλ. Πετρίδης-Αναστασιάδης, Γ. Παπανδρέου: “Ο απολογισμός της κρίσης”.
[4]. Περί το τέλος της κατοχής, κατά τον Μάρκ Μαζάουερ αριθμούσαν περί τα 8.000 μέλη. Άλλες πηγές τους υπολογίζουν σε περισσότερους, αφού αμέσως μετά την απελευθέρωση στο στρατόπεδο του Γουδή και στις φυλακές Αβέρωφ, οι Άγγλοι κρατούσαν υπό περιορισμό 16.000 άνδρες και 1.000 περίπου αξιωματικούς των Ταγμάτων Ασφαλείας.
[5]. Βλ. Ιάσονα Χανδρινού, « Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη Αθήνα», Θεμέλιο 2012.
[6]. Στρατιωτική Διαταγή αναφερόμενη στο χωριό Ευαγγελίστρια: ΣΤΓ912α της 1ης Δεκεμβρίου 1947 «Άπαντες οι κάτοικοι Ευαγγελιστρίας υποχρεούνται μέχρι της 6ης Δεκεμβρίου 1947 να εγκαταλείψωσι το χωρίον μεθ’ απάντων των τροφίμων των. Πας κυκλοφορών μετά την ανωτέρω προθεσμίαν του μακρόθεν μεν θα πυροβολείται άνευ προειδοποιήσεως, συλλαμβανόμενος δε θα παραπέμπεται εις το στρατοδικείον. Τα ανευρισκόμενα τρόφιμα θα καταστρέφωνται»
[7] . Δύο από αυτές λειτούργησαν στην περιοχή μας (στη Στυλίδα και στη Λαμία)
[8]. Ν.Δ.1102/1949 «Περί κυρώσεως της από 28ης Φεβρουαρίου 1949 συμβάσεως μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Αμερικανικής Περιθάλψεως Πολεμοπαθών Παιδιών»